μαρχαντιώδη

μαρχαντιώδη
τα
βοτ. τάξη ηπατικών βρυοφύτων με 200 περίπου γένη και με περισσότερα από 8.000 είδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. marchantiales < marchantia + κατάλ. -ales].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαρχάντια — η βοτ. τυπικό γένος τής τάξης φυτών μαρχαντιώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. marchantia από το επών. τού Γάλλου βοτανολόγου Ν. Marchant] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”